γιγνώσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Να μπρουν αλφαβητικά τα συγγενικά (ίσως +σύνθετα) ωστε να ανευρίσκονται εύκολα. Sarri.greek 16:14, 3 Μαρτίου 2021 (UTC).



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  γιγνώσκω   γιγνώσκομαι 
Παρατατικός  ἐγίγνωσκον   ἐγιγνωσκόμην 
Μέλλοντας  γνώσομαι   γνωσθήσομαι 
Αόριστος  ἔγνων   ἐγνώσθην 
Παρακείμενος  ἔγνωκα   ἔγνωσμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐγνώκειν   ἐγνώσμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵiǵneh₃- < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό και πρόσφυμα -σκ-· με μετάπτωση, το ασθενές θέμα γνο-). Δείτε και γνῶσις.

Ρήμα[επεξεργασία]

γιγνώσκω

  1. γνωρίζω, καταλαβαίνω
  2. θεωρώ, κρίνω, διακρίνω, αποφασίζω, ψηφίζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
γνω- 

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]