γιούσουρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιούσουρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yüsrü < αραβική يسر (yusr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιούσουρι ουδέτερο άκλιτο
- είδος μαύρου κοραλλιού, με το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα, φυλαχτά, κομπολόγια κ.α.
- (σύμφωνα με το ομώνυμο βιβλίο του Ανδρέα Καρκαβίτσα) στην γλώσσα των ναυτικών, αυτό το δέντρο του βυθού, είναι ένα θρυλικό θεριό της θάλασσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιούσουρι
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)