γκέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκέλα οι γκέλες
      γενική της γκέλας των γκελών
    αιτιατική την γκέλα τις γκέλες
     κλητική γκέλα γκέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκέλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική gele (θηλυκό μέσω του ελληνοποιημένου πληθυντικού: γκέλες)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκέλα θηλυκό

  1. η αδυναμία κίνησης στο τάβλι και το χάσιμο της σειράς επειδή, με βάση τη ζαριά, δεν υπάρχει ελεύθερη θέση να μετακινηθούν τα πούλια
  2. (κατ’ επέκταση) προσωρινή αποτυχία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]