γκέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκέλα | οι | γκέλες |
γενική | της | γκέλας | των | γκελών |
αιτιατική | την | γκέλα | τις | γκέλες |
κλητική | γκέλα | γκέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκέλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική gele (θηλυκό μέσω του ελληνοποιημένου πληθυντικού: γκέλες)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκέλα θηλυκό
- η αδυναμία κίνησης στο τάβλι και το χάσιμο της σειράς επειδή, με βάση τη ζαριά, δεν υπάρχει ελεύθερη θέση να μετακινηθούν τα πούλια
- (κατ’ επέκταση) προσωρινή αποτυχία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκέλα
|