γκέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκέτο ουδέτερο άκλιτο
- εβραϊκή συνοικία, συνοικία όπου οι Εβραίοι ήταν υποχρεωμένοι να ζουν
- (μεταφορικά) μέρος μιας πόλης όπου κατοικεί μειονότητα, συνήθως υποβαθμισμένη οικονομικά
- (κατ’ επέκταση) κατάσταση απομόνωσης από τον εξωτερικό κόσμο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γκέτο στη Βικιπαίδεια