γκαμήλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκαμήλα | οι | γκαμήλες |
γενική | της | γκαμήλας | των | γκαμηλών |
αιτιατική | την | γκαμήλα | τις | γκαμήλες |
κλητική | γκαμήλα | γκαμήλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκαμήλα < καμήλα (την καμήλα: tiɟa'mila) < μεσαιωνική ελληνική γκαμήλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκαμήλα θηλυκό