γκαρσόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκαρσόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική garçon

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκαρσόν ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη σερβιτόρος