γκαρσόνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαρσόνα οι γκαρσόνες
      γενική της γκαρσόνας των γκαρσόνων
    αιτιατική την γκαρσόνα τις γκαρσόνες
     κλητική γκαρσόνα γκαρσόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκαρσόνα < θηλυκό του γκαρσόνι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκαρσόνα θηλυκό

  • (επάγγελμα) αυτή που σερβίρει φαγητό και ποτά στους πελάτες σε εστιατόριο, καφενείο κλπ., η σερβιτόρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]