γκεσέμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκεσέμι | τα | γκεσέμια |
γενική | του | γκεσεμιού | των | γκεσεμιών |
αιτιατική | το | γκεσέμι | τα | γκεσέμια |
κλητική | γκεσέμι | γκεσέμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκεσέμι < κεσέμι με τροπή του αρχικού k > g < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كوسم (kösem) (τουρκική kösem) + κατάληξη ουδετέρων -ι. [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɟeˈse.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκε‐σέ‐μι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκεσέμι ουδέτερο
- άλλη μορφή του κεσέμι
- ※ Την προκαθορισμένη ημέρα συγκέντρωσα το κοπάδι και έπιασα το γκεσέμι. Προσήλθε ο κτηνίατρος με τα νυστέρια του, αλλά μόλις πήγε να του τρυπήσει τ' αυτιά, αυτό έδωσε μια σπρωξιά σ' εμένα και τον κτηνίατρο, πήδηξε το φράχτη και ανέβηκε στον παρακείμενο βράχο. (από επιστολή αναγνώστη, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 10 Ιανουαρίου 2004)
- (μεταφορικά) ο μπροστάρης, ο πρωτοπόρος, ο ηγέτης
- ※ η μόνη κίνηση που θα αποτελούσε αληθινή τομή και θα ανεδείκνυε έναν ηγέτη ως γκεσέμι και όχι ως συντελεστή στην παρακολούθηση του κοπαδιού ή/και των κοπαδοποιητικών γκάλοπ ... (από άρθρο του Α. Δ. Παπαγιανίδη, εφημερίδα Το Βήμα, Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]για μεταφορική έννοια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγάλος τράγος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γκεσέμι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)