γκιόνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γκιόνης, Γκιώνης, γκιώνης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκιόνης οι γκιόνηδες
      γενική του γκιόνη των γκιόνηδων
    αιτιατική τον γκιόνη τους γκιόνηδες
     κλητική γκιόνη γκιόνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκιόνης < (άμεσο δάνειο) αλβανική gjon, ηχομιμητική λέξη[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɟo.nis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκιόνης αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]