γκιώνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γκιώνης, Γκιόνης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκιώνης οι γκιώνηδες
      γενική του γκιώνη των γκιώνηδων
    αιτιατική τον γκιώνη τους γκιώνηδες
     κλητική γκιώνη γκιώνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɟo.nis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκιώνης αρσενικό (ηχομιμητική λέξη)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]