γκρέξιτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρέξιτ ουδέτερο άκλιτο
- (πολιτική) (νεολογισμός) πολιτικός, οικονομικός και δημοσιογραφικός όρος περί εξόδου της Ελλάδας από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ
- ο όρος γκρέξιτ προτάθηκε από εξωτερικούς παράγοντες και υιοθετήθηκε ως κυβερνητική απειλή και δίλημμα στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές Ιανουαρίου 2015, χωρίς να προβλέπεται τούτο επίσημα από κάποια θεσμική διαδικασία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκρέξιτ
|