γκρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική Gras, από την προφορά του επωνύμου του Γάλλου κατασκευαστή του όπλου, → δείτε τη λέξη γκρας. Εννοείτο το τυφέκιον (τουφέκι) (του κατασκευαστή Gras)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκρα ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]