γκραν πρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκραν πρι < γαλλική φράση grand prix

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκραν πρι ουδέτερο άκλιτο

  1. μεγάλη διοργάνωση με αγώνες ταχύτητας και επιδεξιότητας οδηγών αυτοκινήτων, ράλι, κυρίως του Μονακό
  2. μεγάλο βραβείο σε διάφορες οργανώσεις (άλλα ράλι, όμως και σε ποικίλες δραστηριότητες, π.χ. γραν πρι σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, σε διαγωνισμό σκακιού κ.λπ.)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]