γκραν πρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκραν πρι < γαλλική φράση grand prix
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκραν πρι ουδέτερο άκλιτο
- μεγάλη διοργάνωση με αγώνες ταχύτητας και επιδεξιότητας οδηγών αυτοκινήτων, ράλι, κυρίως του Μονακό
- μεγάλο βραβείο σε διάφορες οργανώσεις (άλλα ράλι, όμως και σε ποικίλες δραστηριότητες, π.χ. γραν πρι σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, σε διαγωνισμό σκακιού κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκραν πρι