γκριζοπράσινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈpɾa.si.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈpɾa.si.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈpɾa.si.no/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
γκριζοπράσινος, -η, -ο
- που το χρώμα του είναι συνδυασμός των γκρίζου και πρασίνου, ή που είναι πράσινος με γκρίζες αποχρώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκριζοπράσινος
|