γκρο γκρεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκρο γκρεν < γαλλική gros grain
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρο γκρεν ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκρο γκρεν
|