γλαρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλαρώνω < γλαρ(ός) + -ώνω < αρχαία ελληνική ἱλαρός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣlaˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλα‐ρώ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
γλαρώνω, αόρ.: γλάρωσα, μτχ.π.π.: γλαρωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- κλείνουν τα μάτια μου από κούραση ή νύστα, πέφτω σε κατάσταση υπνηλίας
- νυστάζω, με παίρνει ο ύπνος, αποκοιμιέμαι
- ηρεμώ, γαληνεύω