γλαφυρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλαφυρός η γλαφυρή το γλαφυρό
      γενική του γλαφυρού της γλαφυρής του γλαφυρού
    αιτιατική τον γλαφυρό τη γλαφυρή το γλαφυρό
     κλητική γλαφυρέ γλαφυρή γλαφυρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλαφυροί οι γλαφυρές τα γλαφυρά
      γενική των γλαφυρών των γλαφυρών των γλαφυρών
    αιτιατική τους γλαφυρούς τις γλαφυρές τα γλαφυρά
     κλητική γλαφυροί γλαφυρές γλαφυρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλαφυρός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλαφυρός (αρχαία σημασία: καλογυαλισμένος) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣla.fiˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλα‐φυ‐ρός

Επίθετο[επεξεργασία]

γλαφυρός, -ή, -ό

  1. που περιγράφει κάτι με παραστατικότητα, ζωντάνια, κομψότητα και εκφραστικό πλούτο
    γλαφυρό ύφος
  2. (μεταφορικά) ο ευχάριστος ή εύκολος στην ανάγνωση
    γλαφυρό ύφος (εδώ μεταφορικά, που δεν πληροί όλα τα προαπαιτούμενα της γλαφυρότητας)
  3. (μεταφορικά) ο ευχάριστος και χαρωπός, ο ενδιαφέρων
    γλαφυρό πνεύμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γλαφυρός γλαφυρᾱ́ τὸ γλαφυρόν
      γενική τοῦ γλαφυροῦ τῆς γλαφυρᾶς τοῦ γλαφυροῦ
      δοτική τῷ γλαφυρ τῇ γλαφυρ τῷ γλαφυρ
    αιτιατική τὸν γλαφυρόν τὴν γλαφυρᾱ́ν τὸ γλαφυρόν
     κλητική ! γλαφυρέ γλαφυρᾱ́ γλαφυρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γλαφυροί αἱ γλαφυραί τὰ γλαφυρᾰ́
      γενική τῶν γλαφυρῶν τῶν γλαφυρῶν τῶν γλαφυρῶν
      δοτική τοῖς γλαφυροῖς ταῖς γλαφυραῖς τοῖς γλαφυροῖς
    αιτιατική τοὺς γλαφυρούς τὰς γλαφυρᾱ́ς τὰ γλαφυρᾰ́
     κλητική ! γλαφυροί γλαφυραί γλαφυρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γλαφυρώ τὼ γλαφυρᾱ́ τὼ γλαφυρώ
      γεν-δοτ τοῖν γλαφυροῖν τοῖν γλαφυραῖν τοῖν γλαφυροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλαφυρός < θέμα γλαφυ- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

γλαφυρός, -ά, -όν

  1. κοίλος
  2. βαθύς
  3. λείος, στιλπνός, καλογυαλισμένος
  4. κομψός
  5. ακριβής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]