γλαύκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλαύκωμα < αρχαία ελληνική γλαύκωμα < γλαυκός + -ωμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλαύκωμα ουδέτερο
- (ιατρική) πάθηση της όρασης που συνοδεύεται από αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γλαύκωμα στη Βικιπαίδεια