γλεντοκοπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλεντοκοπώ < (καθαρεύουσα) γλεντοκοπῶ < γλεντῶ + -κοπώ
Ρήμα[επεξεργασία]
γλεντοκοπώ (χωρίς παθητικό τύπο)
- συνηρημένη μορφή του γλεντοκοπάω, γλεντάω έντονα, για πολλή ώρα, συνηθίζω να γλεντάω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γλεντοκόπημα
- γλεντοκόπι
- γλεντοκόπος
- → δείτε τη λέξη γλεντώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλεντοκοπάω - γλεντοκοπώ | γλεντοκοπούσα | θα γλεντοκοπάω - γλεντοκοπώ | να γλεντοκοπάω - γλεντοκοπώ | γλεντοκοπώντας | |
β' ενικ. | γλεντοκοπάς | γλεντοκοπούσες | θα γλεντοκοπάς | να γλεντοκοπάς | γλεντοκόπα - γλεντοκόπαγε | |
γ' ενικ. | γλεντοκοπάει - γλεντοκοπά | γλεντοκοπούσε | θα γλεντοκοπάει - γλεντοκοπά | να γλεντοκοπάει - γλεντοκοπά | ||
α' πληθ. | γλεντοκοπάμε - γλεντοκοπούμε | γλεντοκοπούσαμε | θα γλεντοκοπάμε - γλεντοκοπούμε | να γλεντοκοπάμε - γλεντοκοπούμε | ||
β' πληθ. | γλεντοκοπάτε | γλεντοκοπούσατε | θα γλεντοκοπάτε | να γλεντοκοπάτε | γλεντοκοπάτε | |
γ' πληθ. | γλεντοκοπάν(ε) - γλεντοκοπούν(ε) | γλεντοκοπούσαν(ε) | θα γλεντοκοπάν(ε) - γλεντοκοπούν(ε) | να γλεντοκοπάν(ε) - γλεντοκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλεντοκόπησα | θα γλεντοκοπήσω | να γλεντοκοπήσω | γλεντοκοπήσει | ||
β' ενικ. | γλεντοκόπησες | θα γλεντοκοπήσεις | να γλεντοκοπήσεις | γλεντοκόπα - γλεντοκόπησε | ||
γ' ενικ. | γλεντοκόπησε | θα γλεντοκοπήσει | να γλεντοκοπήσει | |||
α' πληθ. | γλεντοκοπήσαμε | θα γλεντοκοπήσουμε | να γλεντοκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | γλεντοκοπήσατε | θα γλεντοκοπήσετε | να γλεντοκοπήσετε | γλεντοκοπήστε | ||
γ' πληθ. | γλεντοκόπησαν γλεντοκοπήσαν(ε) |
θα γλεντοκοπήσουν(ε) | να γλεντοκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλεντοκοπήσει | είχα γλεντοκοπήσει | θα έχω γλεντοκοπήσει | να έχω γλεντοκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλεντοκοπήσει | είχες γλεντοκοπήσει | θα έχεις γλεντοκοπήσει | να έχεις γλεντοκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλεντοκοπήσει | είχε γλεντοκοπήσει | θα έχει γλεντοκοπήσει | να έχει γλεντοκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλεντοκοπήσει | είχαμε γλεντοκοπήσει | θα έχουμε γλεντοκοπήσει | να έχουμε γλεντοκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλεντοκοπήσει | είχατε γλεντοκοπήσει | θα έχετε γλεντοκοπήσει | να έχετε γλεντοκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλεντοκοπήσει | είχαν γλεντοκοπήσει | θα έχουν γλεντοκοπήσει | να έχουν γλεντοκοπήσει |
|