γλυκαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλυκαντικός < γλυκαίνω
Επίθετο[επεξεργασία]
γλυκαντικός, -ή, -ό
- που προστίθεται για να προσδώσει πιο γλυκιά γεύση
- η ασπαρτάμη είναι γλυκαντική ουσία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυκαντικός