γλωσσοφαγιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλωσσοφαγιά | οι | γλωσσοφαγιές |
γενική | της | γλωσσοφαγιάς | των | γλωσσοφαγιών |
αιτιατική | τη | γλωσσοφαγιά | τις | γλωσσοφαγιές |
κλητική | γλωσσοφαγιά | γλωσσοφαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλωσσοφαγιά < μεσαιωνική ελληνική από τον τύπο γλωσσόφαγα, αόριστο του γλωσσοτρώω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλωσσοφαγιά θηλυκό
- η γρουσουζιά που οφείλεται στο ότι άλλοι "παίρνουν στο στόμα τους" κάποιον, μιλάνε φθονερά για αυτόν, τον ματιάζουν, τον βασκάνουν με όσα λένε για κάτι θετικό που έχει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλωσσοφαγιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)