γλώσσημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλώσσημα < ελληνιστική κοινή γλώσσημα (1,2) < αρχαία ελληνική γλώσσημα < γλῶσσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glōgʰs (3. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική glossème)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλώσσημα ουδέτερο
- απαρχαιωμένη λέξη που δεν γνωρίζουμε τη σημασία της και είναι αναγκαίο να την ερμηνεύσουμε
- λέξη γραμμένη στο περιθώριο χειρογράφου, που επεξηγεί κάποιο σημείο του κειμένου
- (γλωσσολογία) το πιο μικρό γλωσσικό τμήμα που φέρει μια σημασία, π.χ. το θέμα μιας λέξης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)