γνώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνώρα οι γνώρες
      γενική της γνώρας
    αιτιατική τη γνώρα τις γνώρες
     κλητική γνώρα γνώρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνώρα < μεσαιωνική ελληνική γνώρα < γνωρίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνώρα θηλυκό

  1. το να γνωρίζουμε κάποιον
    Δεν τού'δωκα γνώρα. Έκανα πως δεν τον ξέρω.
    Δεν δίνει εύκολα γνώρα. Δεν σχετίζεται εύκολα με τους άλλους.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]