γοητεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γοητεία οι γοητείες
      γενική της γοητείας των γοητειών
    αιτιατική τη γοητεία τις γοητείες
     κλητική γοητεία γοητείες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γοητεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γοητεία (μαγική τέχνη) < γοητεύω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική charme ή fascinationa[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣo.iˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γο‐η‐τεί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γοητεία θηλυκό

  1. η ιδιαίτερη δύναμη που έχει η ακτινοβολία και η χάρη της ομορφιάς ενός προσώπου και η έλξη που προκαλεί
     συνώνυμα: σαγήνη
  2. (συνεκδοχικά) κάθε χαρακτηριστικό που έχει την προηγούμενη δύναμη
     συνώνυμα: θέλγητρο
  3. πράξη που δεν εξηγείται λογικά και επηρεάζει τη θέληση των άλλων
     συνώνυμα: μάγεμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]