γομάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γομάρι τα γομάρια
      γενική του γομαριού των γομαριών
    αιτιατική το γομάρι τα γομάρια
     κλητική γομάρι γομάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γομάρι < μεσαιωνική ελληνική γομάρι(ο)ν < υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού γόμος (=φόρτωμα) < γέμω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γομάρι ουδέτερο

  1. φορτίο που μεταφέρεται από ζώο
    • μέτρο σταθερού τέτοιου φορτίου
      κουβάλησε πέντε γομάρια ξύλα
  2. (κατ’ επέκταση) γάιδαρος, φορτηγό ζώο
  3. (υβριστικά, για άνθρωπο αγενή)
    Είσαι ένα γομάρι και μισό
    Ρε γομάρια!
    • αγενής προσδιορισμός ευτραφούς ανδρός
      Έπεσε πάνω μου ένα γομάρι

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]