γοργοεπήκοος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γοργοεπήκοος η γοργοεπήκοος
γοργοεπήκοη
το γοργοεπήκοο
      γενική του γοργοεπηκόου
γοργοεπήκοου
της γοργοεπηκόου
γοργοεπήκοης
του γοργοεπηκόου
γοργοεπήκοου
    αιτιατική τον γοργοεπήκοο τη γοργοεπήκοο
γοργοεπήκοη
το γοργοεπήκοο
     κλητική γοργοεπήκοε γοργοεπήκοε
γοργοεπήκοη
γοργοεπήκοο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γοργοεπήκοοι οι γοργοεπήκοοι
γοργοεπήκοες
τα γοργοεπήκοα
      γενική των γοργοεπηκόων
γοργοεπήκοων
των γοργοεπηκόων
γοργοεπήκοων
των γοργοεπηκόων
γοργοεπήκοων
    αιτιατική τους γοργοεπηκόους
γοργοεπήκοους
τις γοργοεπηκόους
γοργοεπήκοες
τα γοργοεπήκοα
     κλητική γοργοεπήκοοι γοργοεπήκοοι
γοργοεπήκοες
γοργοεπήκοα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γοργοεπήκοος < γοργός + ἐπήκοος

Επίθετο[επεξεργασία]

γοργοεπήκοος, -η/-ος, -ο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]