γουρουνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γουρουνίζω < γουρούνι + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

γουρουνίζω

  1. συμπεριφέρομαι, ή ζω, όπως το γουρούνι
  2. γρυλίζω όπως το γουρούνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]