γουρουνοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουρουνοειδής η γουρουνοειδής το γουρουνοειδές
      γενική του γουρουνοειδούς* της γουρουνοειδούς του γουρουνοειδούς
    αιτιατική τον γουρουνοειδή τη γουρουνοειδή το γουρουνοειδές
     κλητική γουρουνοειδή(ς) γουρουνοειδής γουρουνοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουρουνοειδείς οι γουρουνοειδείς τα γουρουνοειδή
      γενική των γουρουνοειδών των γουρουνοειδών των γουρουνοειδών
    αιτιατική τους γουρουνοειδείς τις γουρουνοειδείς τα γουρουνοειδή
     κλητική γουρουνοειδείς γουρουνοειδείς γουρουνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γουρουνοειδής < γουρούνι + -ειδής

Επίθετο[επεξεργασία]

γουρουνοειδής, -ης, -ες

  1. αυτός που μοιάζει με γουρούνι
  2. αυτός που συμπεριφέρεται όπως το γουρούνι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]