γουρουνομαθημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γουρουνομαθημένος < γουρούνι + -μαθημένος
Μετοχή[επεξεργασία]
γουρουνομαθημένος, -η, -ο
- αυτός που (έχει μάθει να) ζει όπως τα γουρούνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γουρουνομαθημένος
|