γράδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γράδο | τα | γράδα |
γενική | του | γράδου | των | γράδων |
αιτιατική | το | γράδο | τα | γράδα |
κλητική | γράδο | γράδα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γράδο ουδέτερο
- όργανο που μετρά την πυκνότητα ενός υγρού, το πυκνόμετρο ή αραιόμετρο
- ο βαθμός πυκνότητας ενός υγρού ή περιεκτικότητάς του σε ένα συστατικό, πχ ο αλκοολικός βαθμός του κρασιού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γράδο
|