γράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γράφημα < (ελληνιστική κοινή) γράφημα < αρχαία ελληνική γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική grapheme)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣɾa.fi.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γράφημα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) σύμβολο του γραπτού λόγου που παριστάνει ένα φώνημα ή ένα συνδυασμό φωνημάτων
- η οπτική απεικόνιση με διάφορα σχήματα (κύκλος, ράβδοι κ.λπ.) κάποιων δεδομένων (αριθμών κ.ά.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πικτογράφημα
- → δείτε τη λέξη γράφω