γράψιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γράψιμο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣɾa.psi.mo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γράψιμο ουδέτερο
- η συγγραφή ενός κειμένου, η σύνταξη και διατύπωσή του σε σε γραπτή μορφή, καθώς και το κείμενο που γράφτηκε
- οι γραπτές εργασίες που πρέπει να κάνει ένας μαθητής στο σπίτι του
- μην ανοίξεις την τηλεόραση αν δεν έχεις έτοιμα τα γραψίματά σου για αύριο
- οι γραπτές εργασίες που πρέπει να κάνει ένας μαθητής στο σπίτι του
- η διαδικασία της παραγωγής γραπτού λόγου
- το γράψιμο κοντεύει να γίνει μια χαμένη τέχνη στη σύγχρονη εποχή των πολυμέσων
- ο σχηματισμός γραμμάτων σε χαρτί
- το γράψιμο με μολύβι ενδέχεται να είναι πιο δύσκολο για τους αριστερόχειρες
- ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίον εκφράζεται κάποιος γραπτά, η μεταχείρισή του της γλώσσας, το στυλ του