γραβατούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γραβατούλα | οι | γραβατούλες |
γενική | της | γραβατούλας | — | |
αιτιατική | τη | γραβατούλα | τις | γραβατούλες |
κλητική | γραβατούλα | γραβατούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραβατούλα < γραβάτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γραβατούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του γραβάτα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γραβατούλα
|