γραμμάτιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραμμάτιο τα γραμμάτια
      γενική του γραμματίου
γραμμάτιου
των γραμματίων
    αιτιατική το γραμμάτιο τα γραμμάτια
     κλητική γραμμάτιο γραμμάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραμμάτιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γραμμάτιο ουδέτερο

  • (οικονομία) χρεώγραφο με το οποίο ο εκδότης του αναγνωρίζει το χρέος προς το δανειστή και εγγυάται την πληρωμή του σε συγκεκριμένη ημερομηνία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]