γραμμή εργαλείων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραμμή εργαλείων < εργαλείων
Η γραμμή εργαλείων μιας εφαρμογής.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γραμμή εργαλείων θηλυκό

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]