γρανιτένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γρανιτένιος | η | γρανιτένια | το | γρανιτένιο |
γενική | του | γρανιτένιου | της | γρανιτένιας | του | γρανιτένιου |
αιτιατική | τον | γρανιτένιο | τη | γρανιτένια | το | γρανιτένιο |
κλητική | γρανιτένιε | γρανιτένια | γρανιτένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γρανιτένιοι | οι | γρανιτένιες | τα | γρανιτένια |
γενική | των | γρανιτένιων | των | γρανιτένιων | των | γρανιτένιων |
αιτιατική | τους | γρανιτένιους | τις | γρανιτένιες | τα | γρανιτένια |
κλητική | γρανιτένιοι | γρανιτένιες | γρανιτένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γρανιτένιος < γρανίτ(ης) + -ένιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣɾa.niˈte.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐νι‐τέ‐νιος
Επίθετο[επεξεργασία]
γρανιτένιος, -α, -ο
- που είναι από γρανίτη
- (μεταφορικά, για θέληση) πολύ μεγάλη, σταθερή
- ↪ έχει σιδερένια, γρανιτένια θέληση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γρανίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτιαγμένος από γρανίτη
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)