γραπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραπώνω < από το ιταλικό grappare

Ρήμα[επεξεργασία]

γραπώνω

  1. πιάνω με απότομη κίνηση του χεριού
  2. τσακώνω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]