γυμνάσιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γυμνάσιον τὰ γυμνάσι
      γενική τοῦ γυμνασίου τῶν γυμνασίων
      δοτική τῷ γυμνασί τοῖς γυμνασίοις
    αιτιατική τὸ γυμνάσιον τὰ γυμνάσι
     κλητική ! γυμνάσιον γυμνάσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμνασίω
γεν-δοτ τοῖν  γυμνασίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυμνάσιον ήδη τον 6ο αιώνα στον Ανακρέοντα < γυμνάζω, γυμνασ- + -ιον < → δείτε τη λέξη γυμνός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυμνάσιον ουδέτερο

  1. ο χώρος άσκησης, άθλησης
  2. το σχολείο, ο χώρος εκμάθησης της γυμναστικής
  3. η παλαίστρα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]