γυναικοφέρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυναικοφέρνω < γυναικο- + -φέρνω

Ρήμα[επεξεργασία]

γυναικοφέρνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]