γυρολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γυρολόγος οι γυρολόγοι
      γενική του/της γυρολόγου των γυρολόγων
    αιτιατική τον/τη γυρολόγο τους/τις γυρολόγους
     κλητική γυρολόγε γυρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυρολόγος < (γύρω) γυρο- + -λόγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]