γυροφέρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυροφέρνω < γύρος + φέρνω

Ρήμα[επεξεργασία]

γυροφέρνω

  1. περιφέρομαι γύρω από
  2. προσπαθώ να πλησιάσω κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό
    Πολύ τη γυροφέρνεις την κοπέλα τελευταία. Τι ἐχεις κατά νου;
  3. (μεταφορικά)
    Η ιδέα της απόσυρσης του παλιού μου αυτοκινήτου γυροφέρνει στο μυαλό μου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]