γωνιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γωνιά | οι | γωνιές |
γενική | της | γωνιάς | των | γωνιών |
αιτιατική | τη | γωνιά | τις | γωνιές |
κλητική | γωνιά | γωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γωνιά < μεσαιωνική ελληνική γωνιά < αρχαία ελληνική γωνία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γωνιά θηλυκό
- το ακριανό μέρος ενός χώρου, ο χώρος που σχηματίζεται ανάμεσα σε γειτονικές πλευρές ή επιφάνειες
- η συμβολή δύο δρόμων
- τόπος μακρινός ή σχετικά απομονωμένος
- (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) τζάκι
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) η εστία της κουζίνας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Κεφαλονίτικα
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)