γύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γύρα | οι | γύρες |
γενική | της | γύρας | — | |
αιτιατική | τη | γύρα | τις | γύρες |
κλητική | γύρα | γύρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γύρα < μεσαιωνική ελληνική: γύρα < ελληνιστική γῦρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γύρα θηλυκό
- ο πηγαιμός από μέρος σε μέρος με ή χωρίς σκοπό
- (ειδικότερα) (μεσαιωνική) η περιοδεία για είσπραξη γεωργικών χρεών ή επιθεώρηση κτημάτων
- περιστροφή γύρω από τον εαυτό μας σε χορό ή γενικά
- κίνηση σε χορό που περιέχει είτε περιστροφή γύρω από τον εαυτό μας είτε μετακίνηση σε κύκλο με χορευτικές κινήσεις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βγαίνω στη γύρα
- τα φέρνω γύρα
- φέρνω γύρα (κάποιον): περιτριγυρίζω, γυροφέρνω κάποιον με σκοπό να πετύχω κάτι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γύρα
|