γῆρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γήρας

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ γῆρᾰς
      γενική τοῦ γήρως - γήρᾰος
      δοτική τῷ γήρᾰϊ - γήρ (αττικό)
  & γήρᾰτ
    αιτιατική τὸ γῆρᾰς
     κλητική ! γῆρᾰς
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γῆρας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵerh₂-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γῆρας ουδέτερο

  1. η γεροντική ηλικία, τα γηρατειά
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 1, 329d
    ἀλλὰ καὶ τούτων πέρι καὶ τῶν γε πρὸς τοὺς οἰκείους μία τις αἰτία ἐστίν, οὐ τὸ γῆρας, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ὁ τρόπος τῶν ἀνθρώπων. ἂν μὲν γὰρ κόσμιοι καὶ εὔκολοι ὦσιν, καὶ τὸ γῆρας μετρίως ἐστὶν ἐπίπονον· εἰ δὲ μή, καὶ γῆρας, ὦ Σώκρατες, καὶ νεότης χαλεπὴ τῷ τοιούτῳ συμβαίνει.
    Αλλά για όλα αυτά και για τους εξευτελισμούς ακόμη, που παραπονιούνται οι γέροντες, αφορμή, Σωκράτη, δεν είναι τα γερατειά, αλλά ο χαρακτήρας των ανθρώπων· αν έχουν χαρακτήρα μετρημένο και εύκολο, δεν τους είναι και τα γερατειά πάρα πολύ ανυπόφορα· ειδεμή, για τους άλλους, και τα γερατειά και τα νιάτα είναι στον ίδιο το βαθμό δυσκολοβάσταχτα.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1121b
    δοκεῖ γὰρ τὸ γῆρας καὶ πᾶσα ἀδυναμία ἀνελευθέρους ποιεῖν
    γιατί τα γηρατειά και κάθε είδους σωματική αδυναμία κάνει, κατά την κοινή αντίληψη, τους ανθρώπους ανελεύθερους
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (βιολογία) κέλυφος των οστρακόδερμων, το παλιό δέρμα του φιδιού, το φιδοπουκάμισο
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 17 p.286, p.287 @scaife.perseus
    τὰ δὲ φολιδωτὰ φωλεῖ μὲν σχεδὸν τὰ πλεῖστα, ἐκδύνει δὲ τὸ γῆρας ὅσων τὸ δέρμα μαλακὸν μὴ ὀστρακῶδες ὥσπερ τῆς χελώνης... Ἐκδύνουσι δὲ καὶ οἱ καρκίνοι τὸ γῆρας,...

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]