δέρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δέρας τα δέρατα
      γενική του δέρατος των δεράτων
    αιτιατική το δέρας τα δέρατα
     κλητική δέρας δέρατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δέρας < αρχαία ελληνική δέρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δέρας ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]