δέσμευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δέσμευση οι δεσμεύσεις
      γενική της δέσμευσης* των δεσμεύσεων
    αιτιατική τη δέσμευση τις δεσμεύσεις
     κλητική δέσμευση δεσμεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δεσμεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δέσμευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δέσμευ(σις) (δέσιμο, φυλάκιση) + -ση, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική binding[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðe.zmef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δέ‐σμευ‐συ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δέσμευση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεσμεύω
    • το να αναλάβει κάποιος μια υποχρέωση
    • η απαγόρευση χρησιμοποίησης περιουσιακών στοιχείων
  2. (πληροφορική) η κράτηση ενός τμήματος μνήμης για κάποια εργασία
     αντώνυμα: αποδέσμευση
  3. (προγραμματισμός) η συσχέτιση ενός ονόματος (μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ) με μια οντότητα (κώδικας ή δεδομένα) ενός προγράμματος
     αντώνυμα: σύνδεση

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Προγραμματισμός:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]