δαίμονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δαίμονας οι δαίμονες
      γενική του δαίμονα των δαιμόνων
    αιτιατική τον δαίμονα τους δαίμονες
     κλητική δαίμονα δαίμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαίμονας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δαίμονας < αρχαία ελληνική δαίμων [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðe.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαί‐μο‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαίμονας αρσενικό

  1. κακοποιό πνεύμα
  2. άνθρωπος πανέξυπνος που βρίσκει πάντα τρόπο να πετυχαίνει αυτό που θέλει
  3. άνθρωπος καταχθόνιος
  4. (διαδικτυακή αργκό) πρόγραμμα το οποίο εκτελείται στο παρασκήνιο (χωρίς να έχει εμφανές γραφικό περιβάλλον), υπηρεσία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ο δαίμονας/δαίμων του τυπογραφείο: αστεϊσμός σχετικός με τα τυπογραφικά λάθη που υπονοεί αμέλεια εκ μέρους των τυπογράφων και διορθωτών ενός εντύπου
    χτύπησε πάλι ο δαίμονας του τυπογραφείου. Ο τίτλος του πρωτοσέλιδου άρθρου μπήκε στη σελίδα με τις μικρές αγγελίες!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]