δαιμονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαιμονίζω < ελληνιστική κοινή δαιμονίζω < αρχαία ελληνική δαίμων

Ρήμα[επεξεργασία]

δαιμονίζω, πρτ.: δαιμόνιζα, στ.μέλλ.: θα δαιμονίσω, αόρ.: δαιμόνισα, παθ.φωνή: δαιμονίζομαι, μτχ.π.π.: δαιμονισμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]