δακτυλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δακτυλισμός αρσενικό
- ταχεία χρήση των δακτύλων με υπερβολική επιδεξιότητα κυρίως από μουσικούς, ή ταχυδακτυλουργούς, λεπτομερείς κινήσεις ακριβείας των δακτύλων σε σύντομο χρονικά διάστημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δακτυλισμός
|