δανεισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δανεισμένος η δανεισμένη το δανεισμένο
      γενική του δανεισμένου της δανεισμένης του δανεισμένου
    αιτιατική τον δανεισμένο τη δανεισμένη το δανεισμένο
     κλητική δανεισμένε δανεισμένη δανεισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δανεισμένοι οι δανεισμένες τα δανεισμένα
      γενική των δανεισμένων των δανεισμένων των δανεισμένων
    αιτιατική τους δανεισμένους τις δανεισμένες τα δανεισμένα
     κλητική δανεισμένοι δανεισμένες δανεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ða.niˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐νει‐σμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

δανεισμένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη δάνειο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]